-
1 μαγειρεία
μαγειρείᾱ, μαγειρείαfem nom /voc /acc dualμαγειρείᾱ, μαγειρείαfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 μαγειρεία
-
3 μαγειρεῖα
-
4 μαγειρεία
μᾰγειρ-εία, ἡ,A = μαγείρευμα, Cato ap.Fronton.p.223 N.(pl.), Hdn.Epim.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαγειρεία
-
5 ἐφοδεύω
A go the rounds, X.HG2.4.24, 5.3.22, Ph. Bel.80.38;κώδωνι Plu.Arat.7
: c. acc., visit, inspect,ἔ. φυλακάς Plb.
6.35.11;τὰ ἔργα PTeb.13.3
(ii B. C.); (Tomi, i B. C.);τὰ ὅπλα καὶ τὰ τείχη Plu.2.781d
; make a tour of,τὰ μαγειρεῖα Thphr.Char.6.9
: generally, make a tour of inspection, X.Cyr.8.6.16; of the γυναικονόμος, Timocl.32.2:—[voice] Pass., ἐφοδεύεται the rounds are made, Ar.Av. 1160.3 visit as a spy, spy out, LXX De.1.22, al.: metaph., of a geographer, explore, Str.8.6.4, 17.1.1:—[voice] Pass.,περιγεγραμμένων τῶν μεταρσίων ἐφοδευθήσεται καὶ τὰ πρόσγεια Placit. 3.8.2
.4 metaph., of reasoning, carry on methodically,λόγον Sor. 2.25
, cf. S.E.M.8.222, Ptol. Tetr. 103, Max. Tyr.16.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφοδεύω
См. также в других словарях:
μαγειρεία — μαγειρείᾱ , μαγειρεία fem nom/voc/acc dual μαγειρείᾱ , μαγειρεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγειρεία — μαγειρεία, ἡ (ΑM) βλ. μαγειρειά … Dictionary of Greek
μαγειρειά — και μαγερειά και μαγειριά και μαγεριά, η (AM μαγειρεία, Μ και μαγερία και μαγερεία) [μαγειρεύω] μαγείρευμα, μαγειρεμένο φαγητό νεοελλ. η ποσότητα τών τροφίμων που αρκεί για την παρασκευή ενός γεύματος («έχω ακόμη μια μαγερειά φασόλια») νεοελλ.… … Dictionary of Greek
μαγειρεῖα — μαγειρεῖον butcher s shop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
ατμοβραστήρας — ο συσκευή που χρησιμοποιεί για τον βρασμό διαφόρων ουσιών τον ατμό, ο όποιος περιβάλλει το δοχείο βρασμού (σε μαγειρεία και σε διάφορες βιομηχανικές εφαρμογές) … Dictionary of Greek
ατμολέβητας — Ειδική συσκευή μέσα στην οποία θερμαίνεται έως ότου βράσει νερό για την παραγωγή ατμού με πίεση μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική. Ο ατμός με πίεση χρησιμοποιείται είτε για την τροφοδοσία θερμικών μηχανών είτε για διάφορες άλλες χρήσεις (κεντρικές… … Dictionary of Greek
κροκατομαγειρεία — κροκατομαγειρεία, ἡ (Μ) φαγητό καρυκευμένο με κρόκο αβγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκᾶτος + μαγειρεία] … Dictionary of Greek
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek
μαγειρίτσα — και μαγερίτσα, η είδος σούπας που παρασκευάζεται με εντόσθια αρνιού, φρέσκα κρεμμύδια, άνηθο, λίγο ρύζι και αβγολέμονο και παρατίθεται στο μεταμεσονύκτιο δείπνο μετά την τελετή τής Ανάστασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγειρεία + υποκορ. κατάλ. ίτσα] … Dictionary of Greek