Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τὰ μαγειρεῖα

См. также в других словарях:

  • μαγειρεία — μαγειρείᾱ , μαγειρεία fem nom/voc/acc dual μαγειρείᾱ , μαγειρεία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειρεία — μαγειρεία, ἡ (ΑM) βλ. μαγειρειά …   Dictionary of Greek

  • μαγειρειά — και μαγερειά και μαγειριά και μαγεριά, η (AM μαγειρεία, Μ και μαγερία και μαγερεία) [μαγειρεύω] μαγείρευμα, μαγειρεμένο φαγητό νεοελλ. η ποσότητα τών τροφίμων που αρκεί για την παρασκευή ενός γεύματος («έχω ακόμη μια μαγερειά φασόλια») νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • μαγειρεῖα — μαγειρεῖον butcher s shop neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • ατμοβραστήρας — ο συσκευή που χρησιμοποιεί για τον βρασμό διαφόρων ουσιών τον ατμό, ο όποιος περιβάλλει το δοχείο βρασμού (σε μαγειρεία και σε διάφορες βιομηχανικές εφαρμογές) …   Dictionary of Greek

  • ατμολέβητας — Ειδική συσκευή μέσα στην οποία θερμαίνεται έως ότου βράσει νερό για την παραγωγή ατμού με πίεση μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική. Ο ατμός με πίεση χρησιμοποιείται είτε για την τροφοδοσία θερμικών μηχανών είτε για διάφορες άλλες χρήσεις (κεντρικές… …   Dictionary of Greek

  • κροκατομαγειρεία — κροκατομαγειρεία, ἡ (Μ) φαγητό καρυκευμένο με κρόκο αβγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκᾶτος + μαγειρεία] …   Dictionary of Greek

  • λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …   Dictionary of Greek

  • μαγειρίτσα — και μαγερίτσα, η είδος σούπας που παρασκευάζεται με εντόσθια αρνιού, φρέσκα κρεμμύδια, άνηθο, λίγο ρύζι και αβγολέμονο και παρατίθεται στο μεταμεσονύκτιο δείπνο μετά την τελετή τής Ανάστασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγειρεία + υποκορ. κατάλ. ίτσα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»